- ὑπερτερία
- ὑπερτερίᾱ , ὑπερτερίαthe upper partfem nom/voc/acc dualὑπερτερίᾱ , ὑπερτερίαthe upper partfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερτερία — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. ὑπερτερίη Α [ὑπέρτερος] 1. το τετράγωνο σανίδωμα, η ανώτερη επιφάνεια μιας άμαξας, όπου τοποθετούνται τα φορτία, σε αντιδιαστολή προς το τμήμα που αποτελείται από τον άξονα και τους τροχούς 2. υπεροχή 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
ὑπερτερίας — ὑπερτερίᾱς , ὑπερτερία the upper part fem acc pl ὑπερτερίᾱς , ὑπερτερία the upper part fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτερίαν — ὑπερτερίᾱν , ὑπερτερία the upper part fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτερίη — ὑπερτερία the upper part fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτερίην — ὑπερτερία the upper part fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτερίης — ὑπερτερία the upper part fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτερίῃ — ὑπερτερία the upper part fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτερίῃσι — ὑπερτερία the upper part fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)